Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχιόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πως τα μάτια του άντεξαν να δουν το αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πως η όσφρηση του άντεξε την αποφορά, πως η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων.
«Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν, ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των βοδιών».1
Τούτο βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στα αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμη, να υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, ενώ αυτά είναι ακόμη ζωντανά και μιλούν, και να επινοεί μεθόδους για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη2 πρέπει να εξετάσει κάποιος και όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά.
Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, και κατέληξαν σε αυτή την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή: «Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα! Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου της ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη πνιγηρή φτώχεια. Τότε αέρας έκρυβε ακόμη τον ουρανό και τα άστρα, ανακατεμένος με θολή και αδιαπέραστη υγρασία, φωτιά κι ανεμοζάλη. Ο ήλιος ακόμη δεν είχε σταθεί ακίνητος και, σταθερό
«έχοντας δρόμο, τη αυγή και τη δύση να διακρίνει τις γύριζε πάλι, αφού τις στεφάνωνε με τις καρποφόρες Ώρες που φορούν λουλούδια στο κεφάλι, ενώ η γη γνώριζε μεγάλη αδικία»
από ποταμούς που χύνονταν εδώ κι εκεί, πολλές περιοχές της «δεν είχαν μορφή λόγω των νερών που λίμναζαν», και η ίδια ήταν σε άγρια κατάσταση με τις παχιές λάσπες, τις άφορες λόχμες και τα δάση. Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνης, ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δε μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος .... 3 μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές του έτους. Που το παράξενο λοιπόν, αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που η λάσπη τρωγόταν «και φλοιός δένδρου φαγώθηκε» και το «να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού» ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βαλανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μια βαλανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια. Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σας οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα, τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη πως δεν μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή; Αποκαλείτε άγρια ζώα τα φίδια, τις λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια, ενώ οι ίδιοι σφάζετε και σκοτώνετε χωρίς να τους αφήνετε περιθώρια να σας ξεπεράσουν σε ωμότητα. Για εκείνα τα σκοτωμένα ζώα είναι τροφή, για σας λιχουδιά.
Πλούταρχος, Λόγος Α΄
1 Βλ. Όμηρος Οδύσσεια Μ 395-396.
2 Σύμφωνα με τον Πλίνιο (Ηistoria Naturalis, vii, 209), ο Υπέρβιος ήταν ο πρώτος που σκότωσε ζώο και ο Προμηθέας ο πρώτος που σκότωσε βόδι.
3 Στο σημείο αυτό το σπόρος ών είναι προβληματικό, για τούτο ο Helmbold, ακολουθώντας τον Diels, διορθώνει σε πυρών (σπόρος σιταριού)