Μια φορά και ένα καιρό, ζούσαν σ’ένα τσίρκο, ένα ελεφαντάκι, ο Τέμπο, από μια χώρα της Αφρικής, και ένα παιδάκι ο Τζόϋ, που ο μπαμπάς του ήταν ο ιδιοκτήτης του τσίρκο. Ο Τζόϋ αγαπούσε πολύ τον Τέμπο, του έκανε μπάνιο, τον βούρτσιζε, του έδινε ζαχαρωτά. Ο Τέμπο πάλι τον έσπρωχνε με το κεφάλι του και τον γαργαλούσε με την προβοσκίδα του. Ατέλειωτες ώρες παίζανε μαζί και χάλαγαν τον κόσμο με την φασαρία τους. Μια μέρα ο Τζόϋ είδε τον Τέμπο να κλαίει.
- Τι έχεις Τέμπο μου και κλαις; Τον ρώτησε.- Θέλω να πάω στο σπίτι μου, απάντησε ο Τέμπο, βλέπεις, εσύ είσαι στο σπίτι σου, εγώ όμως είμαι πολύ μακριά από το δικό μου σπίτι. Δεν ξέρω που είμαι και γιατί είμαι εδώ...φοβάμαι...θυμάμαι τον μεγάλο νερόλακκο που έπαιζα με τους φίλους μου, τον όμορφο μπλε ουρανό, τον καυτό ήλιο και την γιαγιά μου, την σοφή ελεφαντίνα, που μου διηγούνταν ωραία παραμύθια για ελέφαντες και με μάλωνε γιατί ήμουνα πολύ ζωηρούλης.
Ο Τζόϋ εκείνη την μέρα δεν μπορούσε να καταλάβει καθόλου τον Τέμπο που μεγάλωνε στο τσίρκο τους με τόση αγάπη και φροντίδα. Ο Τζόϋ ονειρεύονταν να γίνει ένας μεγάλος θηριοδαμαστής και μαζί με τον Τέμπο θα έδιναν τις πιο όμορφες παραστάσεις του κόσμου. Εκείνος θα διέταζε και ο Τέμπο θα εκτελούσε τα πιο δύσκολα νούμερα. Κανένας ελέφαντας δεν θα είχε κάνει τόσο δύσκολα νούμερα και δεν θα είχε στολιστεί τόσο όμορφα όσο ο Τέμπο. Όμως τα όνειρα του Τέμπο ήταν άλλα. Εκείνος, ονειρεύονταν ότι μια μέρα θα έρχονταν η γιαγιά του να τον πάρει πίσω, στο σπίτι τους, στον νερόλακκο, στους φίλους του...
Μια μέρα ο Τζόϋ, κάτω από μια τέντα του τσίρκο, είδε την Ρανή, την ελεφαντίνα από τις μακρινές Ινδίες, να έχει πληγές στο σώμα της και να κλαίει. Οι άνθρωποι του τσίρκο την είχαν τιμωρήσει πολύ σκληρά. Αυτό όμως δεν το ήξερε το μικρό αγοράκι.
- Τι έχεις; Τι έπαθες Ρανή μου! Της είπε.
- Αχ! καλό μου παιδάκι, γέρασα, ξεχνώ το νούμερο μου και τρώω πολύ ξύλο, του είπε η Ρανή.
- Πολύ ξύλο; απόρησε ο Τζόϋ, μα γιατί;
- Aχ! Μικρούλη μου, του είπε η Ρανή, όλα τα ζώα που είμαστε εδώ στο τσίρκο, πρέπει να κάνουμε ότι θέλετε εσείς οι άνθρωποι. Αν δεν το κάνουμε τότε για τιμωρία, θα φάμε πολύ ξύλο, θα μείνουμε νηστικά και διψασμένα. Δεν φαντάζεσαι, πόσο δύσκολα είναι αυτά που μας ζητάνε να κάνουμε, πόσο πονάμε, υποφέρουμε και είμαστε και πολύ μακριά από την πατρίδα μας, είμαστε φυλακισμένα για πάντα στη δική σας πατρίδα. Βοήθησέ μας, βοήθησε τον Τέμπο, τον φίλο σου, που τόσο αγαπάς.
Το αγοράκι περιποιήθηκε πολύ την Ρανή. Της έδωσε πολλά ζαχαρωτά για να της γλυκάνει τον πόνο, όπως νόμιζε, μετά έτρεξε στον πατέρα του και κλαίγοντας με λυγμούς τον παρακαλούσε, να ελευθερώσει τον Τέμπο και να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του, την Ζιμπάμπουε, στην Αφρική.
Εκείνη την νύχτα, αντάμωσαν τα όνειρα του Τέμπο και του Τζόϋ και έγιναν αληθινά. Ο Τέμπο ταξίδεψε πολύ στον αέρα, στη θάλασσα και στη στεριά και έφτασε στην πατρίδα του, την Ζιμπάμπουε, βρήκε τον μεγάλο νερόλακκο που έπαιζε με τους φίλους του, τον μπλε ουρανό και την γιαγιά του, την σοφή ελεφαντίνα. Έγινε ένας μεγάλος ελέφαντας και χαίρονταν τον ήλιο και τη ζωή με τους άλλους ελέφαντες. Ο Τζόϋ έγινε ένας μεγάλος ακροβάτης. Ελευθέρωσε όλα τα ζώα τους και δημιούργησε το ωραιότερο τσίρκο του κόσμου χωρίς ζώα. Ένα τσίρκο, που ο πολύχρωμος μαγευτικός του κόσμος, οι ακροβάτες, οι κλόουν, οι μάγοι και οι ταχυδακτυλουργοί του, χάριζαν το γέλιο και την χαρά στα παιδάκια, σε όλον τον κόσμο.
Ο Τέμπο και ο Τζόϋ δεν θα έβλεπαν ποτέ πια ξανά ο ένας τον άλλο. Κάθε βράδυ όμως ανταμώνουν στα όνειρα τους και παίζουν με γέλια και χαρές, στον μεγάλο νερόλακκο της Αφρικής...
Ρόζα Μηνακούλη