Αισίως φτάσαμε στο σωτήριο έτος 2010. Άναψαν τα φώτα της γιορτής. Αυτοί που πεινούσαν θα εξακολουθούν να πεινούν, οι άστεγοι θα εξακολουθούν να είναι άστεγοι, τα ζώα θα σφαγιάζονται κι ο πλανήτης μας, ως ανεξάντλητος πόρος, θα αποστραγγίζεται “αειφορικά”... Οι χορτάτοι θα κάθονται στα τραπέζια των διαβουλεύσεων να συζητούν ατέρμονα, προσπαθώντας καλόβουλα ή κακόβουλα, μεταξύ σφύρας και άκμονος, να λύσουν τα προβλήματα του κόσμου τούτου.
Την Κυριακή 10 Ιανουαρίου πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο Imperial, για να παρακολουθήσω τη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Πανελλαδικού Συμβουλίου των “Οικολόγων Πρασίνων” και βγαίνοντας από το Μετρό του Μεταξουργείου, ένα άρωμα μπόχας.. χτύπησε τα ρουθούνια μου. Κάποιος απόβλητος της κοινωνίας μας, κρατώντας ένα εισιτήριο που είχε μαζέψει απ΄το δρόμο, με ρώτησε τι ώρα είναι, προφανώς για να το χρησιμοποιήσει. Λίγα λεπτά αργότερα, παρακολουθώντας τη συζήτηση των Ο.Π , σκεφτόμουν αν η ανθρωπότητα περνάει μια μεταβατική περίοδο ή βιώνουμε την κατάρρευσή της. Η συζήτηση σιγά-σιγά έγινε ένα μουρμουρητό κι εγώ χάθηκα στις δικές μου σκέψεις. Το άρωμα.. που λίγο πριν είχα εισπνεύσει με γύρισε λίγες μέρες πίσω, τότε που περιδιαβαίνοντας στη γιορτοστολισμένη Αθήνα, παραμονές Χριστουγέννων, που ανάβουν τα φώτα της γιορτής και ο κόσμος πλημμυρίζει τους δρόμους, γελάει, τραγουδάει, ανταλλάσσει ευχές και δώρα, πετάει πυροτεχνήματα, φωτογραφίζεται από ταλαίπωρους «Αη Βασίληδες» καβάλα πάνω σε δύστυχα πόνυ. Η όσφρησή μου μου έκανε γνωστή την παρουσία κάποιου φτωχού, περιφρονημένου και ανυπόληπτου συμπολίτη μας, κοινώς αστέγου, τα μάτια μου έπεσαν σ’έναν άνθρωπο που σήκωνε το παντελόνι του και ανέδιδε αποφορά ανθρώπινων ακαθαρσιών, τα ρούχα του ζύγιζαν πολλά κιλά λίγδας. Πιο πέρα ένας άλλος αξιοπρεπής πένητας, καθισμένος στο αναπηρικό καροτσάκι του, εκλιπαρούσε λίγα ψίχουλα και δίπλα του μια παρέα, χαμένη στον κόσμο των παραισθησιογόνων, μετρούσε τα χρήματά της. Ο τεχνητός Παράδεισος στοιχίζει ακριβά.
Υψωμένες φωνές με επανέφεραν στην τάξη, η διαβούλευση έφτασε στο τέλος. Κι έτσι το κυνήγι που ήταν και δεν ήταν να συζητηθεί και που ταλανίζει τους Ο.Π., εδώ και δύο χρόνια, ίσως συζητηθεί στο επόμενο ΠΣ. Το θέμα ξεκίνησε όταν σε προηγούμενο συνέδριο των Ο.Π., η Θεματική Ομάδα των Δικαιωμάτων των Ζώων κατέθεσε ψήφισμα κατά του κυνηγιού, το οποίο αποσύρθηκε από την ψηφοφορία, κατ’απαίτηση ορισμένων μελών. Το κόμμα θα πρέπει επιτέλους να πάρει επίσημη θέση όσον αφορά το κυνήγι. Οι Ο.Π. δεν μπορούν να αποφασίσουν ακόμα, φοβούμενοι ίσως, ότι η πρόταση της ΘΟΔΖ, για την οριστική παύση του κυνηγιού, θεωρηθεί πολιτικό λάθος.
Όταν γύρισα σπίτι μου πληροφορήθηκα ότι την άστεγη από την Αιθιοπία, που εδώ και λίγες μέρες είχε εγκατασταθεί στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας μας, την πήρε η Αστυνομία. Σαν από μηχανής Θεός η Αστυνομία, έδωσε τη λύση που ζητούσαμε όλοι μας, λύση βέβαια για μας αλλά σίγουρα όχι για την άστεγη κοπέλα που ζούσε στη χώρα μας, εδώ και δύο χρόνια, χωρίς χαρτιά. Αγαπούσε την Ελλάδα και δεν ήθελε να φύγει, όπως έλεγε.
Το πάλαι ποτέ βασίλειο της ΑΞΩΜΗΣ, αρχαία Αβησσυνία και σήμερα Αιθιοπία, επί Χαϊλέ Σελασιέ, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘40, έστειλε σημαντική βοήθεια στην Ελλάδα και κτηνοτροφικά ζώα και μάλιστα η πρώτη αγελάδα σφάχτηκε στο Μοναστηράκι, όπου και η πλατεία του ονομάστηκε πλατεία Αβησσυνίας. Οι Αιθίοπες είναι ένας ξεχωριστός λαός της μαύρης ηπείρου, ευαίσθητος και υπερήφανος. Αλλά δυστυχώς ενώ ήρθαν στην Ελλάδα για καλύτερες μέρες, τα αγόρια τους πεθαίνουν από πείνα γιατί ντρέπονται να ζητιανεύουν και τα κορίτσια τους εξαναγκάζονται να ασκούν το επάγγελμα της ιερόδουλης. Οι σύγχρονες πονεμένες «ΛΑΪΔΕΣ» της Αθήνας.
Όλοι θα θυμόμαστε τις εικόνες των πεινασμένων παιδιών της Αιθιοπίας, με τις πρησμένες κοιλιές. Την εποχή της μεγάλης αυτής πείνας τους, οι Αιθίοπες δε σκότωναν τα οικόσιτα ζώα τους για να τραφούν, με το σκεπτικό ότι αυτοί και τα ζώα ήταν αδέλφια και πεινούσαν μαζί. Όταν πέθαιναν δε, τα έθαβαν στις αυλές των σπιτιών τους γιατί κι αυτά υπέφεραν μαζί τους και αυτοί δε θα μπορούσαν να τα φάνε, όπως μου έλεγε η φίλη μου η Άουα από την Αιθιοπία. Η γλυκειά Άουα, ευρωπαϊστή Εύα, ένα καλοκαίρι και χωρίς να δεχτεί χρήματα φρόντισε με περίσσια αγάπη τη μητέρα μου που ο χρόνος της είχε φερθεί πολύ σκληρά και την είχε μετατρέψει σε ζωντανό κουφάρι. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τη χάϊδευε, τη φιλούσε και την αποκαλούσε «κούκλα μου». Η Εύα και η αδελφή της η Λούβα συμπονούσαν πολύ τους ηλικιωμένους. Κάθε ηλικιωμένος της γειτονιάς μας θα είχε έναν καλό λόγο απ’το στόμα τους κι ένα πιάτο φαϊ από τα χέρια τους. Εμένα με αποκαλούσε μάμα Άφρικα κι ήταν η χαρά της να πάω σπίτι της και να φάω «μέχρι σκασμού». Κι όμως η μάμα Άφρικα όταν ένα φοβισμένο πλάσμα της Αφρικής ήρθε και κούρνιασε στο υπόγειο της πολυκατοικίας μας, δεν του στάθηκε. Δεν έκανα ούτε λίγο περισσότερα, ούτε λίγο λιγότερα από τους άλλους. Όλοι μας της δώσαμε λίγα ψιλά, λίγο φαγητό αλλά κανένας μας δεν άνοιξε την πόρτα του να της προσφέρει ένα ζεστό μπάνιο κι ένα ζεστό κρεβάτι. Όλοι μας, στη θεωρία, άλλοι για τα δικαιώματα των ανθρώπων, άλλοι για τα δικαιώματα των ζώων, ή και των δύο, τα πάμε πολύ καλά. Στη πράξη όμως απέχουμε παρασάγγας.
Η πολυκατοικία μας άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα, έλεγαν. Σε χρόνο ρεκόρ μια καγκελόπορτα της έφραξε το δρόμο για το υπόγειο. Εκείνη όμως επέμενε, ακουμπούσε στην καγκελόπορτα και κοιμόταν. Η περιουσία της ένα μαξιλάρι, μια κουβέρτα και μια σακούλα Σούπερ Μάρκετ, ούτε καν γεμάτη. Άλλοι την έβριζαν και την πετούσαν έξω και άλλοι της άνοιγαν κρυφά την πόρτα.
Τηλεφώνησα στις Αδελφές του Ελέους (το τάγμα της αδελφής Τερέζας). Δεν είχαν κρεβάτι. Στο κέντρο υποδοχής αστέγων του Δήμου Αθηναίων, δέχονταν μόνο Έλληνες «οι ξένοι δεν είναι άστεγοι». Αλλού μου απάντησαν: δεν είμαστε άσυλο, έχουμε μόνο σίτιση. Κι ενώ εγώ βρισκόμουν στο Imperial, μια γειτόνισσα πηγαίνοντας να πετάξει τα σκουπίδια της, έπεσε πάνω στην περίπολο της γειτονιάς και τους παρέδωσε την άστεγη…. την άστεγη που μου χτύπησε και δεν της άνοιξα… ούτε θα μάθω ποτέ αν θα της άνοιγα…
Έσβησαν και φέτος τα φώτα της γιορτής, γεμίζοντας με θλίψη τις καρδιές μας. Η μαγεία έφυγε και όλα ξαναπήραν το δρόμο τους. Ας ελπίσουμε πως τον επόμενο χρόνο ή το μεθεπόμενο, όταν ανάψουν και πάλι, να ρίξουν βάλσαμο αγάπης στις καρδιές μας και να μη σβήσουν ποτέ!!
Σημείωση: Η Λαίς , διάσημη εταίρα της αρχαίας Κορίνθου, υπήρξε σύμβολο του κάλλους, του έρωτα του ωραίου και υμνείται εις την αιωνιότητα.
Ρόζα Μηνακούλη