ΠΟ. ΦΥ. ΖΩ.

Η Φωτό Μου
ΠΟ.ΦΥ.ΖΩ
Νομίμως ανεγνωρισμένο Σωματείο αρ. εγκρ. 2203/95 - Μέλος του ΠΑΝΔΟΙΚΟ - Αλκιβιάδου 24, 104 40 Αθήνα Τηλ.-Fax: 210 88 14 677, Κινητό: 6979 314028
Προβολή πλήρους προφίλ

ΓΙΝΕ ΕΝΑ

ΓΙΝΕ ΕΝΑ

Aυτο ειναι...

Aυτο ειναι...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ TOM REGAN ΣΤΗ ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ - ΙΟΥΝΗΣ 2009

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ 24.6.2009

Testing...One, Two, Three...

Τζένη και Τζακ - Tαξίδι δίχως Επιστροφή

7 Μαρ 2008

Πέμπτη το πρωί, Σεπτέμβρης μήνας. Η νύχτα ακόμη δεν είχε παραχωρήσει τη θέση της στη μέρα, η Τζένη πίσω στην καρότσα, του κόκκινου Datsun και εγώ στη θέση του συνοδηγού, ξεκινάγαμε γιά το ταξίδι δίχως επιστροφή της Τζένης. Από την Τζένη δεν έχει απομεί­νει τίποτα εκτός από την αλυσίδα της, πού βρίσκεται κρεμασμένη στα γραφεία της Φυσιολατρικής Αντικυνηγετικής Πρωτοβουλίας και το βιβλιάριο υγείας της, με την φωτογραφία της, πού το έχω εδώ μπροστά μου, τώρα πού γράφω.
Όνομα: Τζένη Ημερομηνία γέννησης: 1/8/87 Φύλο: θήλυ Ράτσα: Λυκόσκυλο Αλσατίας Χρώμα: Ξανθό, μαύρο Κτηνίατρος: Μαρία Καραπανόγη, Θερμοπυλών 6, Αίγινα, τηλ.: 22307 Διεύθυνση: Περιβόλλα Αίγινα Ημερομηνία Θανάτου: 27/9/91 Αιτία: Ευθανασία.


Τέσσερα χρόνια έζησε η Τζένη, έγινε δύο φορές μητέρα, έζησε σε μία αυλή, στα Βροχεία της Αίγινας, με την αγάπη των ανθρώπων, με την αγάπη πού οι άνθρωποι δείχνουν στα ζώα, και όχι με την αγάπη πού δίνουν τα ζώα στους ανθρώπους. Πολλά σκυλιά, μετά το θάνατο του αφεντικού τους, μαράζωσαν και βρέθηκαν νεκρά πάνω στον τάφο του. Πρόσφατα ένα σκυλί πέθανε δίπλα στο φέρετρο του αφεντικού του...
Η Τζένη είχε αρρωστήσει, είχε χάσει την όρεξη της, είχε ουρία, ουρικό οξύ, σάκχαρο. Η κτηνίατρος είχε υποψίες για καλαζάρ. Είχαν στείλει το αίμα της Τζένης για εξέταση στην Αθήνα, αν η απάντηση ήταν θετική, θα της έκαναν ευθανασία. Μία λύση πού βρήκαν οι άνθρωποι για τα ζώα, όχι όμως και για τον εαυτό τους. Ποια τραγική μοίρα, μ' έστειλε εκείνη την Τετάρτη στην Αίγινα, δεν ήμουνα τ' αφεντικό της, όμως η άτυχη Τζένη μ' ακολούθησε πιστά, δεν της είχε απομείνει κανείς, μου αφοσιώθηκε, ακούμπησε πάνω μου και πέθανε...
Τετάρτη βράδυ, φθάνω στην Αίγινα, για μια επίσκεψη αστραπή, στον γέρικο σκύλο μου τον Τζακ, πού άρχι­σαν τα γεράματα να τον ενοχλούν και θα τελειώσει ήσυχα τη ζωή του, στο μικρό κηπάκο, χωρίς βία και θα ταφεί στη γη πού έζησε. Χαρές, αγκαλιές και φιλιά με τις γειτόνισσες.
Αγκαλιές και φιλιά με την φίλη μου: - Να ποιος θα πάει τη Τζένη στην Αθήνα.
-Τι έχει η Τζένη;
-Είναι πολύ άρρωστη, έχει Καλαζάρ, η κτηνίατρος περιμένει νά’ρθει η απάντηση, για να της κάνει ευθα­νασία.
-Ε, τότε γιατί να πάει στην Αθήνα;
-Μα θα κολλήσουμε, την έχουμε σ' απομόνωση, τι θα την κάνουμε όταν "ψοφήσει"; (Οι άνθρωποι πεθαίνουν, τα ζώα "ψοφούν").
-Μα άστην εδώ τόσο χώρο έχετε, να την θάψετε εδώ. Άστην, δεν σκέπτεσαι το ψυχολογικό της πρόβλη­μα, να χάσει το σπίτι της, τους ανθρώπους της. Εσύ δεν σκέπτεσαι το ψυχολογικό των παιδιών μου; (Τα παιδιά της 25 χρονών και άνω).
- Άστην εδώ. -Να σου δώσω 5.000 να την πάρεις και να την αφήσεις, στο λιμάνι του Πειραιά.
-Μα είσαι καλά;!
-Να την πας στην προστασία ζώων, τηλεφώνησα και μου είπαν, ότι αν γίνεται καλά θα την κρατήσουν, να την θεραπεύσουν ή δ' άλλως θα της κάνουν ευθανασία. -Λες αυτό πού είναι στην Ιερά οδό, στον Βοτανικό; εγώ άλλα ξέρω γι' αυτό, εκεί είναι Νταχάου.
-Όχι, όχι, είναι οι μόνοι πού μού μίλησαν ευγενικά. Τέλος πάντων, την Τζένη δεν την ήθελαν πια, η αγάπη τους είχε τελειώσει εδώ. Ήταν ένα αντικείμενο πού είχε χάσει την χρησιμότητα του. Κι εγώ θα έπαιζα το ρόλο του Ιούδα. Κατεβαίνουμε από το Datsun στην προβλήτα του Αγ. Νικολάου, οι ανέγγιχτοι, η Τζένη κι εγώ, περιμένουμε υπομονετικά, να φορτώσει το οχημα­ταγωγό για ν’ανεβούμε να διεκδικήσουμε ταπεινά μια θέση μ’επιστροφή για μένα και χωρίς επιστροφή για κείνη.
Ακόμα δεν έχει φέξει και το ταξίδι μας αρχίζει, η Τζένη με κοιτάζει, μ' αυτό το μοναδικό βλέμμα, πού μας κοιτούν αυτά τα πλάσματα, μ' αυτό το βλέμμα πού χτυπάει κατ' ευθείαν στην καρδιά. Την κοίταγα κι εγώ και βυθιστήκαμε στις σκέψεις, του είδους μας, η κάθε μια μας...
Πως μπορούν και βασανίζουν αυτά τα ζώα; πως τυφλώνονται και δεν βλέπουν αυτά τα εκφραστικά τους πονεμένα μάτια; Αυτά τα μάτια, πού σε κάποιο πειραματικό εργαστήριο, οι πειραματιστές άρχισαν να πιέζουν τους βολβούς τους, για να μελετήσουν κάποια αντίδραση και δεν σταμάτησαν, παρά αφού συνέθλιψαν τα μάτια τους και ανακάλυψαν ότι τα ζώα ήταν νεκρά.
Άλλοι πάλι ευσεβείς θεράποντες της «επιστήμης», για να ανακαλύψουν φάρμακα ικανά, να προλαμβάνουν τα αιματώματα στον εγκέφαλο, πήραν σφυριά και άρχισαν να κοπανάνε τα ζώα στο κεφάλι, άλλοι πάλι «ευσεβείς» τους ξερίζωναν τα σωθικά, άλλοι... Όμως Τζένη μου είσαι λύκος Αλσατίας και η ράτσα σου θα επιζήσει...
Οι απάζωες πόλεις μας θα εξαφανίσουν τους «κό­πρους» από τους δρόμους και τα ζώα ράτσας θα κοσμούν τις γυάλινες κλούβες των Pet Shop. Ευθανα­σία για τα αδέσποτα, εκτροφεία για τις ράτσες... Η μέρα φώτισε για τα καλά και νά’μαστε στην εταιρεία προστασίας ζώων, φυσικά τη λέξη προστασία την χρησιμοποιούν κατ’ευφημισμόν.
-Τι θέλετε;, τους εξηγώ.
-Μα ποιος σας τα είπε αυτά, εσείς θα της κάνετε τις εξετάσεις και αν έχει Καλαζάρ, θα υπογράψετε και θα την θανατώσουμε. Μπρος εγώ και πίσω η Τζένη στην Ιερά Οδό να βρούμε τηλέφωνο...
-Ντρρρν...
-Το και το...,
-Ρε παιδί μου, το ζώο είναι πολύ άρρωστο, να του κάνουν ευθανασία.
-Μα να την φέρω πίσω, μέχρι να βγει η απάντηση.
- Άστην, είναι άρρωστο το ζώο, αμόλα την. Ξανά στην προστασία.
-Δεν την θέλουν οι δικοί της. Έχει Καλαζάρ.
-Υπογράψτε..., ένα χιλιάρικο. Δώστε την μέσα...
Υπογράφω το χαρτί της ντροπής μου και μ' ένα χιλιάρικο λύθηκε το πρόβλημα της Τζένης, όχι της Τζένης, της φίλης μου και το δικό μου, η Τζένη δεν έχει καμμιά επιλογή, δεν είναι αδέσποτη, άλλοι αποφασί­ζουν γι' αυτήν...
Παίρνω το δρόμο για τα μπουντρούμια. Σκύλοι ουρλιά­ζουν, βρωμόνερα τρέχουν και η θανατίλα χτυπά τα ρουθούνια μου. Η Τζένη κοντοστέκεται, δεν θέλει να προχωρήσει. Ο άνθρωπος με την μουσαμαδένια ποδιά, ανοίγει ένα μπουντρούμι.
-Φέρτην, έλα φέρτην.
-Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Κάνω στροφή, η Τζένη ξαναβρίσκει το ρυθμό των ποδιών της και πάλι οι δυο μας στην Ιερά Οδό.
-Πάμε σπίτι μου, Τζένη!!
Η μέρα είχε ζεστάνει για τα καλά. Κόψαμε το δρόμο με τα πόδια, εσύ κι εγώ μέσα στο βούισμα της απάζωης πόλης μας, περνάγαμε ανάμεσα από ανθρώπους πού κυκλοφορούν τ' αυτοκίνητα τους και τρέχουν.
Μπρος εγώ και πίσω εσύ, αργά, κουρασμένα, δεν ενδιαφερόσουν για τίποτε, δεν αντιδρούσες, δεν ου­ρούσες, με το κεφάλι κάτω και την ουρά κάτω από τα σκέλια, αργά, αργά, δεν ξέρω πόση ώρα περπατάγα­με... Ιερά Οδός, Λεωφόρο Κων/πόλεως, Αχιλλέως, Μεταξουργείο, Ψαρών, Νεοφύτου Μεταξά, Ηπείρου, Αλκιβιάδου.
Ούτε φαγητό, ούτε νερό ήθελες, ήξερες ότι η μικρή ζωούλα σου τελείωνε, ήθελες να είσαι στην αυλή σου, στα Βροχεία με τους ανθρώπους σου, τον Βασίλη, τη Νεκταρία, τη Λενιώ...
Σκληρός ο θάνατος, μα σκληρότερος ακόμα όταν είσαι μακριά από αυτούς πού αγαπάς, ξένος σ' άξενο τόπο. Ο Σκύλος, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ένας φίλος υποτελής και υπάκουος ή θα ζει με τον άνθρωπο, όπως θέλει ο άνθρωπος, ή θα πεθαίνει με το σκεπτικό: καλύτερα η ευθανασία, παρά η πείνα και η παγωνιά, το κλωτσίδι και το φώλιασμα, η δίψα και ο θάνατος κάτω από τις ρόδες. Όμως ο άνθρωπος δεν τον αφήνει ήσυχο, τον κάνει φονιά, καμικάζι, ανιχνευτή στρατιώ­τη, στις φονικές μάχες της Μόσχας του Στάλινγκραντ και του Κούρσω έλαβαν μέρος εκπαιδευμένα τσοπανό­σκυλα. Τώρα εκπαιδεύουν σκύλους για το ενδεχόμενο ενός χημικού πολέμου.
Ο σκύλος στάθηκε πάντα δίπλα στον άνθρωπο, στο ρόλο του υποτελή, υπομένοντας το περιλαίμιο και το λουρί. Το πρώτο τράβηγμα του. λουριού είναι και η πρώτη μορφή βίας, πού γνωρίζει στη ζωή του, και όχι μόνο έχει αποδεχθεί το λουρί, αλλά κουνάει την ουρά του και χοροπηδάει σαν τρελό όταν το βλέπει, γιατί ξέρει ότι ήρθε η ώρα ν' αλαφρώσει και να χρησιμοποιή­σει λίγο τα πόδια του, να περπατήσει, να προσπαθήσει να τρέξει έστω και σερνάμενος από το λαιμό. Κι αυτή τη βία τη γνωρίζει από αυτούς πού αγαπά και τον αγαπούν. Τους εμπιστεύτηκε τα κουταβάκια του και οι άνθρωποι τά’πνιξαν, τα τσουβάλιασαν, τα πέταξαν στα σκουπί­δια, σε λίμνες, σε ποτάμια, στη θάλασσα. Τώρα οι άνθρωποι ευνουχίζουν το σκύλο και αφαιρούν τη μήτρα της σκύλας, για να μην αναγκασθούν να σκοτώσουν τα κουτάβια, το καλύτερο απ' όλα τα κακά πού παθαίνει ο φίλος του ανθρώπου από τον άνθρωπο;...
Με το πού έφθασα στο σπίτι, άρχισα τα τηλέφωνα, αποτέλεσμα να έρθει το αυτοκίνητο της φιλοζωικής να πάρει την Τζένη. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε και η απάντηση είχε Καλαζάρ, λίγο πριν από το γιόμα θα της έκαναν ευθανασία. Καϋμένη Τζένη, η τελευταία σου ελπίδα ήμουν εγώ κι όμως...
Πόσες μέρες ζωής θα είχες ακόμα; δεν έτρωγες, δεν έπινες, θα μπορούσα να σε κρατήσω, θα με κοίταγες, θα σε κοίταγα και θα έφευγες ειρηνικά. Μόλις με είδε στην φιλοζωική, άρρωστη και ανήμπορη, σηκώθηκε, την αγκάλιασα, την σηκώσαμε τη βάλαμε στο τραπέζι, με κοίταζε στα μάτια, σίγουρη για μένα, κι εγώ άφησα να την σκοτώσουν, ευθανασία η ωραιοποίηση του θανά­του.
Μετά από λίγες μέρες πέθανε φυσιολογικά και ο γερο-Τζακ. Με την φίλη μου την Ευγενία τον θάψαμε, στομικρό κήπο, ο Τζακ έζησε, πέθανε και θάφτηκε εκεί πούμεγάλωσε, τον θάψαμε νύχτα και με φακούς, γιατί οικαλοί μου γείτονες δεν ήθελαν να τον θάψω στον κήπομου, φοβόντουσαν.
Τώρα στον κήπο μου υπάρχει, ο χορταριασμένος τάφος του Τζάκ και η πικρή ανάμνηση της Τζένης, της Τζένης πού δεν της στάθηκα στο λιόγερμα της ζωής της.

Ρόζα Μηνακούλη

Related Posts with Thumbnails