Οι Επτά Βαρβαρότητες
Ένα από τα πρώτα βήματα της γέννησης της ανθρώπινης κοινωνίας ήταν η ικανότητά της να περάσει από την απλή διατροφική απαλλοτρίωση των έμβιων όντων, των θηραμάτων, στην απαλλοτρίωση τη γενικότερη, την παραγωγική και τη χρηστική απαλλοτρίωση του περιβάλλοντος και συνεπώς και των έμβιων όντων.
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία όμως κατακτήθηκε και μία πολιτισμική σχέση, του ανθρώπου κυρίως με τα κατοικίδια ζώα και τα ζώα εργασίας. Αυτή η σχέση πολλές φορές βέβαια ξέφευγε από τα όρια αυτών των κατηγοριών ζώων και γινόταν γενικότερα μια σχέση που την είδαμε να γνωρίζει ένδοξες στιγμές στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, με την πανίδα και τη χλωρίδα σε ιστορικές μορφές, όπως εκείνες του Φραγκίσκου της Ασσίζης, του Σέργιου της Ραδονέγα και του Μιλαρέπα και στις πολλές ιστορίες που γνωρίζουν το φως της δημοσιότητας σήμερα.
Πλην όμως, σε επίπεδο μαζικό, το αναπτυξιακό και πολιτισμικό μας μοντέλο απαξιώνει συγκινησιακά και επικοινωνιακά την πολιτισμική μας σχέση με το φυσικό περιβάλλον και με τα άλλα έμβια όντα. Αυτή η σχέση μας όμως είναι συνυφασμένη και με το πώς προσεγγίζουμε τη διατροφή. Πρέπει να μπουν πολύ περισσότερα στοιχεία πολιτισμικής προσέγγισης του διατροφικού ζητήματος, αν θέλουμε πραγματικά να δούμε τον εαυτό μας με έναν άλλο τρόπο και να θεραπευθούμε από τα αρχέγονα, τα πανάρχαια τραύματα του βιολογικού όντος που κουβαλάμε και εμείς οι ίδιοι μέσα μας.
Στην ουσία υπάρχει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης απέναντι στα ζώα αλλά και εν γένει σε όλες τις μορφές της βιοποικιλότητας, το οποίο συντίθεται, συγκροτείται από μία βαρβαρότητα πολύ πιο ενισχυμένη, τεχνολογικοποιημένη και τεχνική με επτά άξονες:
1) τη βαρβαρότητα της έρευνας,
2) τη βαρβαρότητα της αγοράς,
3) τη βαρβαρότητα των αρμοδίων και των ποικίλων φορέων,
4) τη βαρβαρότητα των νόμων και των κανόνων,
5) τη βαρβαρότητα των μεμονωμένων ανθρώπων και των προσωπικών στάσεων,
6) τη βαρβαρότητα των τοπικών κοινωνιών και
7) τη βαρβαρότητα των διατροφικών παραδόσεων και των πολιτιστικών εθίμων, απέναντι στα έμβια όντα.
Η ανθρωπότητα δυστυχώς προσεγγίζει τα έμβια όντα όπως ακριβώς προσεγγίζει τα αδρανή υλικά, που τα χρησιμοποιεί για την παραγωγή μηχανών. Έτσι περιόρισε τη χρήση των βιολογικών μορφών, την καθήλωσε. Καθήλωσε τη σχέση με τα έμβια όντα, τα οποία δεν είναι καθόλου αδρανούς φύσεως. Και τα αδρανή είναι αδρανή μόνο για την επιφανειακότητα της αισθητηριακής μας αντίληψης.
Μια πολύ πιο εξελικτική χρήση (και αναπτυξιακή) των ζώων και των φυτών μας αναμένει ίσως στο μέλλον αν μπορέσουμε να δικαιώσουμε μια προοπτική αλλαγής. Αυτή λοιπόν η χρήση προϋποθέτει μια τελείως διαφορετική κουλτούρα στη σχέση μας προς τα έμβια όντα, προς τις έμβιες μορφές, προϋποθέτει ένα ποιοτικό άλμα του πολιτισμού και της στάσης της ζωής.
Αυτό το άλμα δεν φαίνεται να είμαστε ικανοί ακόμα και να το αντιληφθούμε, τουλάχιστον ως ένας επαρκής πληθυσμός του ανθρωπίνου είδους που θα υιοθετήσει μια διαφορετική κατεύθυνση για το μέλλον.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι προσωπικότητες που διαμόρφωσαν θεμελιωδώς το νομικό μας πολιτισμό και που προσέγγισαν τα ζητήματά του ωφελιμιστικά, σαν θεμελιωτές του ωφελιμισμού, οικονομικά και πολιτισμικά είχαν διαβλέψει αυτή την προοπτική. Αναφερόμαστε σε προσωπικότητες όπως ο Τζέρεμυ Μπένθαμ. Είδαν αλλιώς αυτή τη σχέση με τα έμβια όντα αλλά ακόμη και με τα αδρανή υλικά.
Χρειαζόμαστε ένα νέο πολιτισμό για τη σχέση μας με κάθε συστατικό του περιβάλλοντος, με κάθε ετερότητα. Αυτό είναι ένα ριζοσπαστικό στοιχείο και για το δικό μας πρότυπο ευτυχίας, αλλά επίσης και για το πρότυπο ευημερίας με την έννοια του υλικού υποβάθρου.
Η συμβίωση, η συμπάθεια και η αβλάβεια πρέπει να γίνουν ενεργά συστατικά ενός μελλοντικού πολιτισμού και αυτό αναφέρεται και στον άνθρωπο, στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων και όχι μόνο στις οικολογικές σχέσεις του με το περιβάλλον.
Γιάννης Ζήσης